Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
στάχτωμα — το, Ν [σταχτώνω] 1. το να παίρνει κανείς ή κάτι το χρώμα τής στάχτης 2. το να λερώνεται κάτι από στάχτη … Dictionary of Greek